Σύνοψη
Τι να πρωτογράψει και τι να πρωτοπεί κανείς, πόσα δάκρυα να χύσει για τις χαμένες πατρίδες του Ελληνισμού. Τα παράλια της Μικράς Ασίας μαζί με τον Πόντο υπήρξαν κοιτίδες του Ελληνισμού από τον 9ο αιώνα π.Χ. και σχεδόν όλη η ενδοχώρα κατοικήθηκε από Έλληνες ήδη από τον 2ο αιώνα π.Χ. Μετά την πτώση του Βυζαντίου και την Άλωση της Πόλης όλες οι ελληνικές κοινότητες της Μικράς Ασίας και του Πόντου περιήλθαν στην κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Όλη αυτή την περίοδο, οι ελληνικοί πληθυσμοί, παρά τις δύσκολες συνθήκες που βίωσαν, διατήρησαν τη θρησκευτική και την κοινοτική τους οντότητα έως το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1914 τα ελληνικά σχολεία της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης και της Κωνσταντινούπολης ήταν 2.500 ενώ, στις περιοχές αυτές, ο ελληνικός πληθυσμός υπερέβαινε τα 2,5 εκατομμύρια ανθρώπους. Σύμφωνα με τις οθωμανικές στατιστικές ο ελληνικός πληθυσμός συνέβαλε στην οικονομία της χώρας σε ποσοστό 60% σε κεφάλαιο αλλά και σε εργατικό δυναμικό.
Κατά την περίοδο μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), διαδοχικές κυβερνήσεις των Νεότουρκων αποφάσισαν να «επιλύσουν δυναμικά το πρόβλημα των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», εξαφανίζοντας από τα πατρογονικά τους εδάφη τους αυτόχθονες πληθυσμούς. Μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους Βαλκανικούς Πολέμους, η «Επιτροπή Ένωσης και Προόδου» πήρε τον έλεγχο της κυβέρνησης μέσω πραξικοπήματος. Με σκοπό τον εκτουρκισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξαλείφθηκαν εθνικές χριστιανικές μειονότητες όπως οι Αρμένιοι, οι Πόντιοι και άλλοι αμιγώς ελληνικοί πληθυσμοί. Στα τέλη του 1913, τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο βίαιου εκτοπισμού και εξολόθρευσης των ελληνικών πληθυσμών αρχίζοντας από την Ανατολική Θράκη και, σε όλη τη διάρκεια των πρώτων μηνών του 1914, των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, με συνέπεια περίπου 650.000 Έλληνες να οδηγηθούν στην προσφυγιά. Με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την 29η Οκτωβρίου 1914 οι εκτοπισμοί των πληθυσμών επεκτάθηκαν προς την ενδοχώρα, ενώ οι στρατεύσιμοι Έλληνες (18-45 ετών) οδηγήθηκαν στα τάγματα εργασίας όπου επικρατούσαν ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες.
Ήδη από το 1915, οι εκτοπισμοί επεκτάθηκαν στον δυτικό Πόντο με ιδιαίτερη σκληρότητα, ενώ από τον Απρίλιο του 1916, η εκστρατεία των γενικευμένων εθνικών εκκαθαρίσεων εντατικοποιήθηκε. Στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 40% περίπου του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν εκτοπισμένο και ο αριθμός των θυμάτων πλησίαζε το ένα εκατομμύριο.
Μετά την ανακωχή του Μούδρου (30/10/1918) οι εναπομείναντες ελληνικοί πληθυσμοί εξακολουθούσαν να ζουν σε σημαντικό βαθμό σε ανασφάλεια και, για τον λόγο αυτό, οι δυνάμεις της Αντάντ έδωσαν την άδεια στην ελληνική κυβέρνηση να στείλει στρατεύματα στη Σμύρνη, τον Μάιο του 1919, ενέργεια η οποία επικυρώθηκε από τις συγκεκριμένες πρόνοιες της Συνθήκης των Σεβρών. Κατά τη διάρκεια της τριετίας 1919-1922, οι ελληνικοί πληθυσμοί που βρίσκονταν εκτός της προστασίας των ελληνικών και συμμαχικών δυνάμεων υπέστησαν άγριους διωγμούς. Ιδιαίτερα στον Πόντο οι διωγμοί υπήρξαν εξαιρετικά σκληροί την περίοδο 1921-1923. Μέχρι το 1923, εξοντώθηκαν 353.000 άτομα περίπου, δηλαδή ο μισός ποντιακός πληθυσμός.
Μετά τον Σεπτέμβριο του 1922, όσοι Έλληνες επιβίωσαν από τη Γενοκτονία, εκτός της Καππαδοκίας και της Κωνσταντινούπολης, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Στη Σμύρνη, ύστερα από την αποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, συνέβη μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της ανθρωπότητας με τον θάνατο 100.000 περίπου Ελλήνων και Αρμενίων. Οι ελληνικοί πληθυσμοί που διέφυγαν τη Γενοκτονία, μετανάστευσαν στην Ελλάδα, στην Αυστραλία, στην Αμερική, στη Ρωσία και στον Καναδά.
Τα παραπάνω γεγονότα, που σήμαναν το τέλος του ελληνικού πολιτισμού της Μικράς Ασίας, ταυτίζονται με τον ορισμό της Γενοκτονίας ως έγκλημα, και αυτό γιατί υπήρξε συγκεκριμένο σχέδιο εξόντωσης των Ελλήνων του Πόντου, που αποτελούσε ξεχωριστή εθνική, φυλετική και θρησκευτική ομάδα. Το ίδιο ίσχυε και για τους αμιγώς ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας.
(Από τον ιστότοπο του εκδότη)