Πώς θα μπορούσα να γράψω το βιβλίο σου που μας άφησε άφωνους; - Ταξιδεύοντας με την «ΑΝΔΩ» στα βάθη της Ανατολής
Γράφει ο Γιώργος Χατζόπουλος
Από την αρχή έχεις την πρόθεση να γράψεις ένα βιβλίο για τη σχέση κόρης-πατέρα και για τη σχέση δύο πολιτισμών, του αραβικού και του ελληνικού, που συνυπήρξαν για αιώνες και επηρέασαν ο ένας τον άλλον. Και αρχίζεις να μελετάς την ιστορία των Αράβων και του μωαμεθανισμού.
Επιλέγεις να κάνεις κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου σου την Ανδώ, τη φανταστική έφηβη κόρη του Βασιλείου Διγενή Ακρίτη, το κατεξοχήν σύμβολο συμπόρευσης των δύο λαών μέσα στον χρόνο, και ταυτόχρονα μελετάς τα έπη του Διγενή.
Τοποθετείς την ηρωίδα σου στη Λυκανδώ, μία πόλη της Μικράς Ασίας, και μετά τη βάζεις να κάνει ένα ταξίδι μέχρι τα βάθη της Ανατολής προκειμένου να βρει τον πατέρα της που η τύχη του αγνοείται εδώ και χρόνια.
Στην ουσία, όμως, βάζεις την ηρωίδα και τον εαυτό σου να κάνουν ένα ταξίδι γνώσης και αυτογνωσίας. Περπατώντας χέρι χέρι με την Ανδώ, καλείσαι να γνωρίσεις το τοπίο της Μέσης Ανατολής, τους τρόπους και τις συνήθειες των Αράβων, τους κανόνες και τις αξίες του μωαμεθανισμού.
Και τότε παρατάς την ιστορία και αρχίζεις να διαβάζεις αραβική λογοτεχνία, όπως το «Το χρυσάφι και η κατάρα της ερήμου» του Ibrahim Al-Koni ή «Το καντήλι της Ουμ Χασίμ» του Yahia Hakki ή τα «Λόγια του πρωινού και του σούρουπου» του Naguib Mahfouz, και χάνεσαι στις περιγραφές και στις αφηγήσεις τους, γοητεύεσαι από την ευαισθησία τους και την ανθρωπιά τους και σιγά σιγά νιώθεις οικεία με τη γραφή τους, αλλά και με αυτόν τον λαό.
Όμως όσο κι αν διαβάζεις για την άγρια ομορφιά της ερήμου, νιώθεις πως δε θα μπορέσεις να γράψεις γι’ αυτήν, αν δεν έχεις περιπλανηθεί έστω μία ημέρα στους ατελείωτους χρυσοκίτρινους αμμόλοφους. Όσο και αν σε συνεπαίρνουν οι αφηγήσεις ανθρώπων που περιπλανήθηκαν χαμένοι στην έρημο, αντιλαμβάνεσαι πως δε θα μπορέσεις να γράψεις για αυτήν την απόγνωση, αν δεν έχεις νιώσει την κάψα της γης να σου καίει τις πατούσες ενώ τα πόδια σου βουλιάζουν στην άμμο.
Διαβάζεις και βλέπεις φωτογραφίες για τη μοναδική ομορφιά του έναστρου ουρανού της ερήμου, αλλά υποψιάζεσαι πως δε θα μπορέσεις να μιλήσεις «αληθινά» γι’ αυτήν, αν δεν κοιμηθείς έστω ένα βράδυ γύρω από τη φωτιά, δίπλα στους Βεδουίνους, κουκουλωμένος στον υπνόσακο ν’ ακούς τον αέρα να σφυρίζει πάνω από την άμμο.
Και τότε παρατάς τις αναγνώσεις και τα γραψίματα, παίρνεις το αεροπλάνο και προσγειώνεσαι στο Αμάν, νοικιάζεις ένα αυτοκίνητο και για δύο εβδομάδες μαζί με τη γυναίκα σου περιπλανιέσαι στις πόλεις, στα χωριά, και στην ύπαιθρο της Ιορδανίας, με την ελπίδα να γεμίσεις το μυαλό σου και την ψυχή σου με εικόνες, με ήχους και μυρωδιές, με πρόσωπα, με βλέμματα, με φωνές, με την αλήθεια της Μέσης Ανατολής.
Τις δύο πρώτες ημέρες ελαφρά σφιγμένος και επιφυλακτικός (έχεις ακούσει διάφορα για την πονηριά και την μπαγαποντιά των Αράβων) επισκέπτεσαι τους αρχαιολογικούς χώρους του Αμάν (απομεινάρια Ελλήνων και Ρωμαίων), τριγυρνάς στα πολύβουα σουκ (παζάρια), πίνεις καφέδες με κάρδαμο στα καφενεία, τρως φαλάφελ στο πόδι, δοκιμάζεις το μαγικό kunafa (σιροπιαστό κανταΐφι με τυρί), ανταλλάσσεις κουβέντες με ευγενικούς, σχεδόν δουλικούς (και για αυτό έχεις ακούσει), ταξιτζήδες και μαγαζάτορες, χαζεύεις τα χρώματα της δύσης να βάφουν κόκκινο το παρδαλό, άναρχο, άσχημο αισθητικά αστικό περιβάλλον της πόλης και ύστερα βλέπεις τις ατελείωτες νέον πινακίδες και επιγραφές ν’ ανάβουν και να σηματοδοτούν την έναρξη της νυχτερινής ζωής. Aλλά όταν αργά το βράδυ επιστρέφεις στο ξενοδοχείο σου, αν και πλούσιος σε εμπειρίες, «νιώθεις» πως κάτι σου διαφεύγει, πως κάτι σου λείπει.
Την τρίτη ημέρα, όμως, όταν μπεις στο αμάξι και αρχίσεις την περιπλάνηση σου στην ενδοχώρα, εκτός από το τοπίο θ’ αλλάξει κι αυτή η «αίσθησή» σου. Η γη, σχεδόν όσο πάει το μάτι σου, επίπεδη, το χώμα καφεκίτρινο γεμάτο με πέτρες και βράχια, και συχνά πυκνά ξεροί άνυδροι λόφοι μ’ ένα ερειπωμένο κάστρο συνήθως στην κορυφή. Πού και πού χωράφια από πανύψηλα φοινικόδεντρα, συνήθως δίπλα στην κοίτη κάποιου μικρού ποταμού, και σχεδόν πάντα παραδίπλα φτωχικά, πλινθόκτιστα χωριά με ξυπόλυτα χαμογελαστά παιδάκια να σου κάνουν νοήματα να σταματήσεις για ν’ αγοράσεις χουρμάδες.
Κι αν όντως σταματήσεις και αποφασίσεις να πιείς και ένα τσάι στο καφενείο του χωριού ή να φας κάποιο φαλάφελ στο σαντουϊτσάδικό και αρχίσεις τσάτρα πάτρα να συνομιλείς μαζί τους στα αγγλικά ή στη νοηματική, θα διαπιστώσεις πως μόλις πεις από ποια χώρα είσαι, πρόσωπα θα φωτιστούν, χαμόγελα θα αστράψουν, χέρια θα σου χτυπήσουν την πλάτη και κάποιοι θα σου πουν «mae alakhuat alyunaniiyn», δηλαδή «με τους Έλληνες είμαστε αδέλφια».
Όμως εκεί που στ’ αλήθεια θα χάσεις την αίσθηση του χρόνου και του τόπου, και σιγά σιγά και τον εαυτό σου (απαραίτητη προϋπόθεση για να γνωρίσεις τον Άλλον), θα είναι όταν θα φτάσεις στην έρημο Wadi Rum ή αλλιώς «Κοιλάδα της Σελήνης».
Δεν είναι μόνο τα μεγάλα άδεια τοπία, τα κόκκινα βουνά, οι ατελείωτοι αμμόλοφοι, τα φαράγγια, τα καραβάνια με καμήλες που θα σε μαγέψουν, αλλά οι Βεδουίνοι που θα σε υποδεχτούν στον καταυλισμό τους. Αδύνατοι, ευθυτενείς, με βελούδινο βλέμμα (ίσως σε αυτό να φταίνε και τα βαμμένα με μια μαύρη σκόνη που τη λένε κολ μάτια τους), με σχέδια ιχνογραφημένα στις παλάμες τους, φιλόξενοι αλλά λιγομίλητοι ταυτόχρονα, θα σε γοητεύσουν με την ευγένειά τους και την περηφάνια τους.
Και αν για δύο ημέρες αφεθείς με το σώμα και την ψυχή στις περιπλανήσεις που θα σε οδηγήσει ο Αλή και ο γιος του στην έρημο, με τζιπ ή με καμήλες, φας, πιείς, προσευχηθείς, μοιραστείς τις ιστορίες σου και γελάσεις μαζί τους, θα καταλάβεις πόσο εναρμονισμένα ζουν αυτοί οι άνθρωποι με τη φύση, με τι σεβασμό στέκονται απέναντι στον άνθρωπο, πόσο ευαίσθητοι είναι με το δίκιο και το άδικο, και θα συνειδητοποιήσεις πως μια βαθιά πανάρχαια συγγένεια σ’ ενώνει με αυτούς τους ανθρώπους.
Κι αν έχεις την τύχη, όπως εμείς, να γίνεις μάρτυρας μιας ολονύχτιας συναυλίας με παραδοσιακή αράβικη μουσική και χορούς στον καταυλισμό τους, και αποφασίσεις να τραγουδήσεις και να χορέψεις μαζί τους, και αντιληφθείς πως οι μελωδίες, οι στάσεις των μουσικών, οι κινήσεις χορευτών είναι όλα ένας ύμνος στο θαύμα της ζωής και μία προσπάθεια συμφιλίωσης με τον θάνατο, ίσως τότε να έχεις πάρει μία μικρή ιδέα από το μεγαλείο αυτής της αρχαίας φυλής των Αράβων.
Κι όταν επιστρέψεις στην Ελλάδα, αυτή τη «μικρή ιδέα» κράτα τη μέσα σου σαν φυλαχτό, όχι μόνο για να γράψεις ένα βιβλίο που θα μιλάει στ’ «αλήθεια» για τους Άραβες και τη Μέση Ανατολή, όχι μόνο για να γράψεις μία ιστορία στην οποία η ηρωίδα σου, η Ανδώ, αν και ξεκινάει το ταξίδι της στην Ανατολή γεμάτη μίσος και εκδικητικότητα για τους Άραβες, στο τέλος όταν πλέον θα έχει φτάσει στη Βαγδάτη, όχι μόνο θα αλλάξει γνώμη γι’ αυτούς, αλλά θα ερωτευθεί έναν Άραβα συνομήλικό της, τον Σαλαντίν, αλλά για να σε καθοδηγεί σε κάθε σου συνάντηση με αυτόν τον περήφανο και τόσο ταλαιπωρημένο λαό.
Ο Γιώργος Χατζόπουλος είναι συγγραφέας. Μπορείτε να δείτε τα βιβλία του ΕΔΩ.