Ελένη Σαραντίτη, Κάποτε ο κυνηγός
Γράφει η Ελένη Σαραντίτη
Εξ αφορμής…
Άνοιξη ήταν· στις δόξες της. Απογευματάκι. Σου φαινόταν ότι ο ήλιος είχε σταθεί μεσούρανα περίλαμπρος και περιπαθής και δεν έλεγε να πάρει να χλωμιάζει. Στη Θεσσαλία. Όμορφη πόλη και ανεπτυγμένη. Πανάρχαιος τόπος και εύφορος. Αν και δεν πέρασε και λίγα. Ο άνθρωπος αλλάζει. Η γη ποτέ. Μένει και υπομένει και καρτερεί.
Βρισκόμουν με την οικογένειά μου εκεί, καλεσμένοι φίλων που θα γίνονταν νονοί. Βαστούσαν φιλία με παλιούς συμμαθητές και θα βάφτιζαν το μωράκι τους. Ένα αγοράκι που διαρκώς γελούσε. Αλλά όλοι γελούσαν. Προπαντός οι παππούδες. Ευχάριστα ήταν, ναι. Τα πάντα ολάνθιστα, κι αν πεις για ευωδιές και κελαηδισμούς… Ξεσηκωνόταν η καρδιά σου. Ακουγόταν και ο ποταμός. Ήσυχος. Μουσικός. Σαν Λαμπρή, σκεφτόμουν. Εξάλλου ζύγωνε.
Μετά το μυστήριο οι ευτυχείς γονείς, οι περήφανοι παππούδες, οι γελαστοί συγγενείς, φίλοι, γείτονες, ω, κόσμος πολύς, μεταφερθήκαμε στο πατρογονικό κτήμα των γονέων του νεοφώτιστου για το καθιερωμένο γεύμα. Κι εκεί, μεταξύ λινών τραπεζομάντιλων, ακριβών σερβίτσιων –αταίριαστων κάπως για την εξοχή–, εν μέσω ευχών και μεζέδων τούς είδα: Τον άντρα πρώτα. Κινείτο ανάμεσα στους σερβιτόρους χωρίς να έχει την άνεσή τους. Καθόλου μάλιστα – παρά τις εμφανείς, μπορεί και απεγνωσμένες προσπάθειές του. Ξεχώριζε μάλιστα· όχι λόγω αδεξιότητας, αλλά λόγω λάμψης. Και φινέτσας. Λεπτότητας. Στους τρόπους, στη λάμψη των ματιών, στις κινήσεις, στο φευγάτο και μάλλον απόν χαμόγελο. Νέος και όμορφος. Νέα και όμορφη και μια γυναίκα καλοβαλμένη, που πάσχιζε να του δώσει ένα χεράκι, να του πάρει κάποια πιατέλα, να μεταφέρει μια κανάτα ή ένα τασάκι.
Ζευγάρι –σκέφτηκα–, ναι, αλλά παράξενο. Σαν να έρχονταν από άλλον τόπο, σαν να συναναστρέφονταν μέχρι τότε άλλα άτομα.
Και δε λάθεψα. Στην Τασκένδη ζούσαν, την πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν. Όχι, δεν ήταν Ουζμπέκοι. Από τη Λακωνία αυτός, από τον Αλμυρό του Βόλου η γυναίκα. Κυνηγήθηκαν λόγω φρονημάτων. Το πάλεψαν όμως. Δουλευτές. Και με όνειρα. Κι ήρθε κι έγινε καθηγητής πανεπιστημίου, φυσικός αυτός, Παναγιώτης, Πάνο τον φώναζαν, η γυναίκα του δασκάλα, Οκτωβρία το βαφτιστικό της, Όκτια την έβρισκες. Ο Πάνος έγραφε και ποιήματα. Εξαιρετικά. Είχαν εκδοθεί και είχαν κυκλοφορήσει με επιτυχία. Βοήθησε και το ότι η Τασκένδη, όπου βρήκαν απάγκιο και καταφύγιο, είναι αξιόλογο πνευματικό κέντρο και συγκοινωνιακό, φυσικά, με αξιόλογη ελληνική κοινότητα παλαιότερα (μετά το 1949). Μεγάλωναν τρία παιδιά. Είχαν και τη μάνα του μαζί, τη γιαγιά Ανάστα. Γυναίκα με σοφία, αγωνιστικότητα και καλοσύνη. Καλά ζούσαν· με φρόνηση και ιδέες, με δουλειά και αγάπη. Και με σεβασμό σε ό,τι αξίζει και δίνει λάμψη στη ζωή που μας δόθηκε.
Μα ήρθε αργότερα η κρίση, μεγάλη και δυσβάστακτη, οι αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, αλλαγές που δεν ήταν με το μέρος των μισθωτών. Πρωτοφάνηκε το ’75-’76, άρχισαν οι απολύσεις, τα ξεπουλήματα, οι περιορισμοί. Τέλος ο πληθωρισμός. Κάλπαζε ασυγκράτητος. Η Όκτια έχασε τη δουλειά της, ο Πάνος οδηγούσε ταξί τις ελεύθερες ώρες, δυσκόλεψε η ζωή όλων. Η στέρηση είχε εγκατασταθεί στα περισσότερα σπίτια. Κι εκεί επάνω, αρχές της δεκαετίας του ’80, πολλές ελληνικές οικογένειες που ζούσαν στην Τασκένδη άρχισαν να παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής. Έλπιζαν. Πίστεψαν. Ότι οι αρμόδιοι υπουργοί της σοσιαλιστικής πια κυβέρνησης είχαν κατανοήσει το πρόβλημα των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης που λαχταρούσαν την επιστροφή, που η καρδιά τους γλύκαινε και γρηγορούσε στη σκέψη της παλιννόστησης, σαν μικρά παιδιά άκουσαν το «Καλώς να ορίσετε. Και θα σας δοθεί κάθε δυνατή βοήθεια. Και… και…». Αρκετοί έκλαψαν από τη χαρά που δίνει η ελπίδα. Να γυρίσουμε! Αχ! Πατρίδα…
Μερικοί ήταν επιφυλακτικοί. Μα οι περισσότεροι Έλληνες της Τασκένδης, η ζωή των οποίων είχε δυσκολέψει τώρα, είχαν αφήσει τη νοσταλγία να γίνει θεριό. Τους έκοβε την ψυχή, τους έλυνε τα μέλη.
Ο Πάνος λάβαινε συχνά γράμματα με υποσχέσεις από έναν παλιό φίλο μηχανικό, τον Λευτέρη, ενθουσιώδη γράμματα, προτρεπτικά, στα οποία μιλούσε για έδρα στο Αριστοτέλειο ή στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, α, έχει αυτός τον τρόπο, έχει γνωριμίες αυτός… Τον πίστεψαν· η Όκτια όχι απολύτως… Άλλωστε ο Λευτέρης είχε προσεγγίσει κυβερνητικούς παράγοντες και είχε εξασφαλίσει θέση σε μεγάλη τεχνική εταιρεία. «Να το αποφασίσετε. Σας περιμένουν επιδόματα, δουλειές, σχολεία καλά…». Και άλλα. Πολλά!
Και ιδού τώρα: άνθρωπος για όλες τις δουλειές στο εύφορο κτήμα με τα εκατοντάδες καρποφόρα δέντρα και με το κτίσμα που χρησίμευε για αποθήκη εργαλείων, καρπών, μηχανών, άχρηστων εξαρτημάτων μες στη σκουριά και τη βρόμα ετών, φωλιά τρωκτικών και νυχτερίδων, να του έχει παραχωρηθεί ως οίκημα για να στεγάσει την εξαμελή οικογένειά του. Εντούτοις. Το ανθρώπεψαν το ερείπιο. Δούλεψαν όλοι γι’ αυτό. Το συνέφεραν. Έγινε σπιτικό. Όπου φωλιάζει η αγάπη εγκαθίσταται και η γλύκα και η ομορφιά.
*
Θυμάμαι, αν και πάνε χρόνια τώρα, δεκαετίες, πως τους πλησίασα. Συστήθηκα· είπα ότι αγαπώ τον τόπο όπου μέχρι τότε ζούσαν, έχω ένα χαλί από εκεί, το ωραιότερό μου, και πως ήθελα να τα καταφέρω να ταξιδέψω μέχρι εκεί. «Κι εμείς!!!» μου απάντησαν συγχρονισμένα. Χαιρετηθήκαμε θερμά, γλύκα έσταζαν τα μάτια τους σαν με κοιτούσαν, μου σύστησαν τα παιδιά, τη γιαγιά Ανάστα, της είπα πως είμαι κοντοχωριανή της όταν το έμαθα, από τα τραπέζια σε σχήμα «Π» μας κοιτούσαν, «Εμένα να με συγχωρείτε, με χρειάζονται, χάρηκα με τη γνωριμία…» είπε ο Πάνος, «Κι εγώ να σας χαιρετήσω…» μου χαμογέλασε η Όκτια, τόσο θερμά και συγκινημένα ως να με γνώριζε χρόνια και με είχε αγαπήσει στο μακρινό παρελθόν. Έμεινα με τα παιδιά, δεν ήθελα να επιστρέψω στη θέση μου, άλλωστε η ώρα περνούσε, όλοι οι συνδαιτυμόνες έμοιαζαν κουρασμένοι ή νυσταγμένοι από το φαγοπότι, κοίταζα τις νέες ζωές, μάτια ζωηρά, όμορφη γενιά και εκλεπτυσμένη, προπαντός η μεγαλύτερη, η έφηβη Ευρυδίκη ήταν μια κούκλα, είχε πρόσωπο και μέλη σαν να την είδε και τη ζωγράφισε κάποιος της Αδελφότητας των Άγγλων Προραφαηλιτών, ίσως ο Ροσσέττι, σκέφτηκα, και «Όμορφα που είναι τα μαλλιά σου, Ευρυδίκη!» είπα και της χάιδεψα το κεφάλι απαλά, κι εκείνη χαμήλωσε τα μάτια και θαύμασα τις μακριές και πυκνές βλεφαρίδες της.
Άργησα να τους ξανανταμώσω. Τους είχα συμπαθήσει όμως και συχνά πυκνά τους σκεφτόμουν, είχα πολλά ερωτηματικά, είχα κι ένα σφίξιμο στην καρδιά όταν έφερνα στον νου μου την άγνωστή μου στην ουσία οικογένεια, τους έστειλα μερικά βιβλία μου, συν τον Μικρό Πρίγκιπα, παραμύθια του Άντερσεν και του Όσκαρ Ουάιλντ. Περίμενα όμως μια απάντηση μέρες. Και μέρες.
Στον μήνα επάνω ζήτησα από τους φίλους που μας είχαν καλέσει ως νονοί στη βάφτιση, μόλις επέστρεψαν από επαγγελματικό ταξίδι στην Ιταλία, αν είχαν πληροφορίες και αν είχαν γνωρίσει την οικογένεια στο μυστήριο, τέλος αν πρόσεξαν τίποτα ή αν θυμούνταν κάτι ή αν άκουσαν οτιδήποτε γι’ αυτούς.
Δεν περίμενα πολύ. Μου τηλεφώνησαν στενοχωρημένοι. Ότι είχαν εκδιωχθεί κακήν κακώς από το κτήμα. Όλη η οικογένεια. Ξαφνικά και αναίτια. Ή μάλλον όχι αναίτια. Ο μοναχογιός του κτηματία, φοιτητής στην Αγγλία, στις διακοπές που κατέβηκε ερωτεύτηκε την Ευρυδίκη. Έρωτας με ανταπόκριση. Τον λάτρεψε το κορίτσι. Μέσα σε λίγες μέρες. Στους νέους δε θέλει χρόνο ο έρωτας για να φυτρώσει και να θεριέψει. Ετούτη τη σχέση ούτε την είχαν φανταστεί. Τους ήρθε, λέει, τρέλα. Ναι. Όπως σας το μεταφέρω. Θα ντρεπόντουσαν να βγουν στην κοινωνία –είπαν– εάν ο κανακάρης τους θα μονιμοποιούσε τη σχέση με τη φτωχή προσφυγοπούλα. Άλλη λύση δεν υπήρχε. Η απομάκρυνσή της. Η βίαιη εκδίωξή τους. Σε δύο ή τρεις μέρες, δε θυμάμαι πια ακριβώς. Και έτσι, δυστυχώς, έφυγαν μες στη βροχή, καταμεσής στο πικρό ποτάμι της καινούριας προσφυγιάς. Πρόσφυγες της μάνας πατρίδας. Ξημέρωμα πήραν τα λιγοστά πράγματά τους και ξεκίνησαν. Ο αγαπημένος της Ευρυδίκης φέρθηκε άνανδρα, έκανε κοινώς «το κορόιδο».
Είπα: «Και μετά από αυτό, θα τους μιλάτε σαν πριν, θα έχετε συνάφεια με τέτοιους άσπλαχνους, με τέτοια απάνθρωπα άτομα;». Απάντησαν ντροπιασμένοι πως δεν το περίμεναν και πως καμιά φορά συμβαίνουν αυτά. «Οι γονείς κοιτούν την αποκατάσταση… Την εξασφάλιση του παιδιού τους…»
Πήρα την τσάντα μου και άνοιξα μόνη μου την πόρτα. Δεν ήθελα να τους ακούω εκείνη την ώρα…
*
Τους βρήκα τελικώς. Αγκαλιαστήκαμε. Πάνε χρόνια τώρα που η φιλία μας, η σχέση μας η καλή (η Ευρυδίκη την αποκαλεί πολύτιμη) όλο και στεριώνει. Και μεγαλώνει η αγάπη μας. Ωριμάζει. Ωρίμασαν και τα παιδιά. Και βρήκαν δρόμους ανοιχτούς, λαμπερούς μπροστά τους. Είναι όλοι τους καλά. Γελούν. Στις οικογένειες που απόκτησαν. Χαμογελούν και στη ζωή. Και η γιαγιά η Ανάστα, σίγουρα θα χαμογελάει έτσι όπως θα ’ναι γερμένη στα χέρια του Θεού. Θα κοιτά και τον παππού Σταύρο στα μάτια και θα φέρνει το χέρι στην καρδιά εφόσον ξανασμίξανε, έστω και αργά!
Υ.Γ. Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο μου, τόσο συγκινήθηκε ένας άγνωστος κύριος από την Κρήτη, ώστε πίστεψε ότι εγώ ήμουν η αφηγήτρια και μου τηλεφώνησε. Με μεγάλη ευγένεια μου πρότεινε να ταξιδέψουμε για εκεί. Θα μας περιμένει. Έχει ένα σπίτι να μας προσφέρει να κατοικήσουμε και ένα κατάστημα όπου κουράζεται μην έχοντας συνεταίρο. Καλή του ώρα.
Tags: κοινωνικό, αισθηματικό