Ελένη Δικαίου, Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά
Γράφει η Ελένη Δικαίου
Γεννήθηκα στη Νέα Ιωνία, τον προσφυγικό συνοικισμό του Βόλου. Η μαμά μου ήταν ένα από τα παιδιά που ξεριζώθηκαν απ’ τον τόπο τους στη Μικρασιατική Καταστροφή. Ήταν τότε 10 χρονών. Οι γονείς της με τα δυο δίδυμα κοριτσάκια τους κατάφεραν με την ψυχή στο στόμα να φύγουν απ’ την πυρπολημένη Σμύρνη και από τη μια μέρα στην άλλη βρέθηκαν μαζί με άλλους 1.500.000 Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα σκορπισμένοι στους περιφρονημένους προσφυγικούς συνοικισμούς, ξερότοπους, ερημιές και βαλτότοπους, εκεί όπου ως τότε δεν πήγαινε να κατοικήσει κανένας. Σε έναν τέτοιο προσφυγικό συνοικισμό γεννήθηκα κι εγώ. Τη Νέα Ιωνία Βόλου. Αν και είχαν περάσει δεκαετίες από τη Μικρασιατική Καταστροφή, υπήρχε ακόμη ο διαχωρισμός, Βολιώτες και πρόσφυγες, ο συνοικισμός και η πόλη κι εγώ πέρασα τα πιο τρυφερά μου χρόνια βιώνοντας σε μεγάλο βαθμό τι σημαίνει να είσαι πρόσφυγας, δηλαδή πολίτης δεύτερης κατηγορίας και μάλιστα στην ίδια σου την Πατρίδα, τι σημαίνει να προσπαθείς να φυτέψεις στην «άμμο τριαντάφυλλα», όπως έκανε ο ήρωας του Βενέζη στη «Γαλήνη».
Θα σκεφτόταν ίσως κανείς πως ένας άνθρωπος θα ’θελε να τα ξεχάσει όλα αυτά. Αντιθέτως, εγώ θέλω να τα θυμάμαι για να νιώθω διπλά και τριπλά υπερήφανη. Γιατί είχα την τύχη να βιώσω αυτό που αποτελεί φάρο για τους πρόσφυγες όλου του κόσμου. Το πώς οι άνθρωποι καταφέρνουν να φυτέψουν στην άμμο τριαντάφυλλα χωρίς να χάσουν την αξιοπρέπεια, το χαμόγελο και την ανθρωπιά τους.
Στον προσφυγικό συνοικισμό όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα οι άνθρωποι –όσοι επέζησαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή– τα είχαν χάσει όλα εκτός από τη Μικρά Ασία ως ιδέα και τρόπο ζωής που κουβαλούσαν μέσα τους, την εργατικότητα δηλαδή, την τιμιότητα, την ευφυΐα, το ανταγωνιστικό πνεύμα, την αγάπη για το ωραίο και την προκοπή. Μ’ αυτή την «ιδέα Μικρά Ασία» κατάφεραν όχι μονάχα να επιβιώσουν τα πρώτα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς, μα και να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή και να μεταμορφώσουν τον «ξερόκαμπο», έτσι λέγανε τη Νέα Ιωνία πριν, σε μια λουλουδιασμένη πόλη για να μεγαλώσουν εκεί τα παιδιά τους με αγάπη και αξιοπρέπεια, χωρίς όμως να ξεχάσουν ποιοι είναι κι από πού ξεριζώθηκαν.
Ένα από αυτά τα παιδιά ήμουν κι εγώ. Μεγάλωσα με ιστορίες ειπωμένες απ’ τη γιαγιά και τη μητέρα μου, τη δίδυμη αδελφή της, απ’ τους ανθρώπους τριγύρω. Iστορίες γλυκές, τρυφερές, αστείες καμιά φορά. Για τη Σμύρνη, εκείνη τη μαγική πολιτεία όπου οι άνθρωποι δούλευαν και γελούσαν. Για τις όμορφες μέρες. Κι άλλες ιστορίες τρομαχτικές, για καταστροφή, σφαγές και πυρκαγιά. Μεγάλωσα με αναμνήσεις που απλώνονταν μαζί με τη μυρωδιά του καφέ τα χειμωνιάτικα απομεσήμερα και του νυχτολούλουδου μπρος στις ανθισμένες αυλόπορτες τα δειλινά του καλοκαιριού. Που μπλέχτηκαν με τις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων κι έγιναν και δικές μου αναμνήσεις. Έτσι όπως έγινε δικιά μου η Σμύρνη, η πόλη της γιαγιάς και της μητέρας μου. Η πατρίδα μου. Γιατί πατρίδα δεν είναι ο τόπος που γεννήθηκες, δεν είναι ο τόπος που ζεις, αλλά αυτός που κουβαλάς μέσα σου, αυτός που έμαθες να τον αγαπάς κι είναι ένα με την ψυχή σου.
Γι’ αυτό το να γράψω Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά, ένα βιβλίο για τη Σμύρνη, τη Μικρασία πριν την καταστροφή, για την προσφυγιά, δεν ήταν για μένα δύσκολο. Δύσκολο ήταν να φέρω στο φως αναμνήσεις γλυκόπικρες που είχαν γίνει και δικές μου αναμνήσεις. Γιατί η Σμύρνη ζούσε μέσα στο σπίτι μας σαν να μην είχαν φύγει ποτέ από κει η μητέρα μου και η δίδυμη αδελφή της, το Κατινάκι και η Μαρίτσα, τα «κοριτσάκια με τα ναυτικά» του βιβλίου. Γιατί από παιδάκι όταν έλεγα «Πατρίδα», τη Σμύρνη εννοούσα πάντα. Κι όταν έλεγα «το σπίτι μας», πιότερο εκείνο με τις μαρμαρένιες σκάλες και τη φοινικιά στην αυλή, εκεί στην Πατρίδα εννοούσα.
Όμως εκτός από Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά, σχεδόν σε όλα τα βιβλία μου υπάρχουν αναφορές στις Αξέχαστες Πατρίδες της Ανατολής και σ’ εκείνους οι οποίοι αναγκάστηκαν να τις εγκαταλείψουν, πρόσφυγες κυνηγημένοι από μαχαίρι και φωτιά, γιατί οι δικοί μου πρόσφυγες μου έχουν αφήσει μια κληρονομιά πολύτιμη την οποία έχω χρέος να παραδώσω στα παιδιά. Πως ακόμη κι αν τα χάσει όλα ο άνθρωπος, την παιδεία και την ανθρωπιά δεν μπορεί να του τα πάρει κανείς, και μ’ αυτά μπορεί να χτίσει ή καλύτερα αξίζει να χτίσει καινούριους κόσμους.
Tags: ιστορικό, αισθηματικό, κοινωνικό, ντοκουμέντο, Μικρά Ασία