Καλώς ήρθες στο Βιβλιοπωλείο Πατάκη
Δωρεάν μεταφορικά για παραγγελίες από 25€ και παράδοση σε 1 μέρα στο κέντρο της Αθήνας
Γράφει ο Βασίλης Παπαθεοδώρου
Υπάρχει μια κατηγορία βιβλίων (ή και κινηματογραφικών έργων, αλλά και τηλεοπτικών σειρών) που, αν και τυπικά απευθύνεται σε παιδιά, εφήβους και νέους, ο ενήλικος αναγνώστης καλείται να ερμηνεύσει το έργο με τους κώδικες που είχε όταν ήταν παιδί. Να κάνει μια βουτιά, δηλαδή, στο παρελθόν του ή, για να το θέσουμε αλλιώς, μια προβολή του εαυτού του σε νεότερες ηλικίες. Την εν λόγω κατηγορία θα την ονόμαζα «διηλικιακή» και θεωρώ ότι τα έργα της σπανίζουν.
Τελειώνοντας το Τίγκρε, ήμουν βέβαιος πως ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Γιατί, διαβάζοντας το, ένιωσα την ίδια νοσταλγία που είχα νιώσει όταν είχα δει την ταινία «Στάσου πλάι μου» («Stand by me») από το βιβλίο του Στίβεν Κινγκ, τον ίδιο ενθουσιασμό όπως και με το «Stranger things», την ίδια συγκίνηση όπως και με το «Σινεμά ο Παράδεισος». Και τα τρία προαναφερόμενα έργα (λιγότερο το «Σινεμά ο Παράδεισος») φέρνουν στον αναγνώστη, όπως και το Τίγκρε, την ίδια διάθεση να βρεθεί στην παρέα των παιδιών-πρωταγωνιστών, στα μέρη που ζούνε, να μοιραστεί αυτά που τα ενώνουν. Κι ας χωρίζουν τον αναγνώστη από τους ήρωες κάποιες δεκαετίες, δεν πειράζει, ο αναγνώστης είπαμε πως το βλέπει με τη ματιά που είχε όταν ήταν παιδί.
Μα είναι δυνατόν να θέλει κάποιος να είναι μέρος της παρέας που ζει σε μια φαβέλα; Ναι, είναι. Ακριβώς γιατί το Τίγκρε είναι ένα feel good ανάγνωσμα (παρά τη βία που είναι ο κεντρικός καμβάς του βιβλίου και εν πολλοίς καθορίζει τις επιλογές των ηρώων), ακριβώς γιατί καταφέρνει να πάρει το βάρος που φέρουν κάποιες λέξεις, όπως «φαβέλα» ή «φτώχεια». Ο τόπος είναι ο σιωπηλός πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας. Οι ήρωες ζουν σε φαβέλα, αλλά οι κινήσεις, τα χαρακτηριστικά και οι χαρακτήρες τους είναι απαλλαγμένοι από αυτό που κακώς έχουμε συνηθίσει να φανταζόμαστε όταν ακούμε τον όρο «τα παιδιά της Βραζιλίας». Η φαβέλα του μυθιστορήματος δεν είναι ούτε η καρτποσταλική ατραξιόν που ορισμένοι ίσως φαντάζονται, όπου όλοι είναι φτωχοί αλλά ευτυχισμένοι, επειδή ακούνε συνέχεια μουσική και χορεύουν στους δρόμους, ούτε το κολαστήριο που άλλοι έχουν στο μυαλό τους, όπου παιδιά κοιμούνται σε χαρτόνια, αρουραίοι περιφέρονται και, μόλις αφιχθεί κάποιος πιο εύπορος, θα κρεμαστούν όλα αποπάνω του ζητιανεύοντας. Η φαβέλα του Τίγκρε είναι ένα μέρος που ναι μεν υπάρχει φτώχεια, αλλά που κατά τ’ άλλα οι ήρωες ζούνε μια καθημερινότητα, παρεμφερή –ίσως– σε αρκετά σημεία με αυτή που ζούνε εκατομμύρια παιδιά στις μεγαλουπόλεις της Ευρώπης ή της Αμερικής: παίζουν, πάνε σχολείο, πάνε σε πάρτι, ερωτεύονται, κάνουν αταξίες, κάνουν φιλίες, χαλάνε φιλίες.
Οι ήρωες παλαντζάρουν μεταξύ μιας παιδικότητας και μιας ενηλικίωσης/ωρίμανσης που ναι μεν διαφέρει από αυτή των άλλων παιδιών λόγω των περιστάσεων ή της σκληρότητας, αλλά παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν αποβάλλουν τα χαρακτηριστικά της ηλικίας τους. Ο Τίγκρε δεν είναι το χαμίνι που πολλοί θα περίμεναν, ο λούζερ, ο χαμένος, αλλά ένας έφηβος με αρχές, αρχές που του έχει εμφυσήσει η γιαγιά του, όνειρα και φιλοδοξίες, που βρίσκεται μπροστά σε κάποια ηθικά διλήμματα, διλήμματα που θα προσπαθήσει να επιλύσει με βάση τον αξιακό του κώδικα. Αντίστοιχα ολοκληρωμένοι είναι και οι υπόλοιποι ήρωες, από τα άλλα παιδιά της παρέας μέχρι τον παλαίμαχο τερματοφύλακα, τέως ήρωα και νυν όνειδος για τους Βραζιλιάνους, που λειτουργεί ως μέντορας για τον έφηβο πρωταγωνιστή. Όμως, το πώς ξεδιπλώνονται οι χαρακτήρες δεν περιορίζεται μόνο στους προαναφερόμενους. Ακόμα και οι τριταγωνιστές του κειμένου, οι κομπάρσοι, συνθέτουν ένα πειστικότατο σκηνικό και επ’ ουδενί δε φέρουν χαρακτήρες «κόντρα πλακέ». Ο συγγραφέας έτσι δημιουργεί έναν μικρόκοσμο που πάλλεται, που είναι σε μια διαρκή κίνηση κι ενέργεια, που αναπνέει, σπάζοντας έτσι το κλειστοφοβικό περιβάλλον της φαβέλας. Καθημερινοί προβληματισμοί, μικρές ζήλιες και αντιζηλίες, απογοητεύσεις και αδιέξοδα, αλλά και χαρές, «θρίαμβοι», ονειροπολήσεις, φιλίες, μια ευρεία παλέτα συναισθημάτων, αλλά και συναισθηματικών μεταπτώσεων υπάρχουν σε αυτό το κείμενο. Ο αφηγητής πετυχαίνει επιπρόσθετα κάτι εξαιρετικά δύσκολο: Να ελαχιστοποιεί τον ρόλο του, να αποστασιοποιείται, να «αποσύρεται» κατά κάποιον τρόπο, αφήνοντας χώρο στους ήρωές του να πιάσουν από το χέρι τον αναγνώστη, ανεξάρτητα από την ηλικία του, και να τον φέρουν στην παρέα τους. Στο τέλος θα αισθανθούν οι περισσότεροι πως έκαναν κάποιους καινούριους φίλους. Ακόμα κι αν δεν έχουν δει φαβέλα ούτε σε φωτογραφία. Ακόμα κι αν δεν έχουν παίξει ποτέ ποδόσφαιρο.
Κυρίαρχο ρόλο στο μυθιστόρημα, όπως άλλωστε και στις φαβέλες, παίζει το οργανωμένο έγκλημα. Στο βιβλίο διαβάζουμε για ναρκωτικά, όπλα, εκβιασμούς, απειλές, εξαγορές, ξυλοδαρμούς, συμμορίες. Δεν υπάρχουν βίαιες σκηνές, όμως η βία είναι διάχυτη παντού. Αυτή άλλωστε είναι ίσως και η κινητήρια δύναμη πίσω από τις πράξεις του Τίγκρε, πέρα από τη φτώχεια. Ο πρωταγωνιστής δεν έχει γνωρίσει τη μητέρα του, αυτή υπήρξε θύμα των ναρκωτικών. Παρ’ όλα αυτά, κι επειδή ζει και έχει μάθει να ζει μέσα σε αυτό το περιβάλλον, βρίσκεται ενώπιον ηθικών διλημμάτων για το μέλλον του, που τον αναγκάζουν να ωριμάσει σχεδόν απότομα, φέροντας ένα δυσανάλογο για την ηλικία του βάρος και παίρνοντας αποφάσεις που δεν αρμόζουν, θα έλεγα, σε αυτή. Με αυτό θέλω να τονίσω τη «βίαιη» μεταστροφή του ήρωα σε «υπεύθυνο» άτομο από πολύ μικρή ηλικία. Και αυτό το στοιχείο το χειρίζεται άψογα ο συγγραφέας, αναπτύσσοντας μια ολοκληρωμένη και εξαιρετικά πειστική μεταστροφή του πρωταγωνιστή του. Παράλληλα, ο χειρισμός των βίαιων καταστάσεων και η διαχείριση ενός –εν γένει– βίαιου περιβάλλοντος είναι από τα στοιχεία που δεν προσδίδουν απλά αληθοφάνεια στο κείμενο, αλλά το κάνουν πραγματικά αληθινό. Σαν να μην είχε κάνει έρευνα ο συγγραφέας για τις φαβέλες, αλλά να είχε ζήσει εκεί. Κοινώς, ο κόσμος του βιβλίου καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη, ο οποίος –χωρίς να αναρωτιέται– τον θεωρεί δεδομένο και υπαρκτό. Το ποδόσφαιρο (εξαιρετικές οι ποδοσφαιρικές περιγραφές του μυθιστορήματος, ακόμα και για τους αμύητους), πέρα από ένα παιχνίδι σε αλάνες, πέρα από ένα όνειρο για επαγγελματική και προσωπική καταξίωση, θα καταστεί –ίσως– εργαλείο φυγής. Και ζήτημα πάνω στο οποίο θα ξεδιπλωθούν οι αντιφατικές σκέψεις του ήρωα. Το «παίζω μπάλα» σε μια φαβέλα, τελικά, δεν είναι μόνο αυτό, μας λέει ο Παναγιωτάκης. Ο αναγνώστης, συνεπώς, αγωνιά για το πού θα κλίνει η ζυγαριά, ποια κατεύθυνση θα πάρει το πράγμα.
Το πολύ σημαντικό είναι πως πάρα πολλά πράγματα υπονοούνται, τόσο σε επίπεδο δράσης όσο και σε επίπεδο συναισθημάτων και σκέψεων. Πλάθοντας τόσο άρτια τους χαρακτήρες του, ο συγγραφέας δεν αισθάνεται την ανάγκη να μας ενημερώνει συνέχεια για το πώς νιώθουν ή τι σκέφτονται κάθε στιγμή, αυτό πλέον έχει περάσει στα χέρια του αναγνώστη, που πιάνει τον εαυτό του πολλές φορές να συμπάσχει, να αγωνιά ή να θέλει να επέμβει για να αλλάξει την προδιαγεγραμμένη μοίρα (όπως αυτός τη φαντάζεται) των πραγμάτων. Και σε αυτό έγκειται, συν τοις άλλοις, η μεγάλη λογοτεχνική αξία του κειμένου: Είναι τόσο πιστευτός ο κόσμος του Παναγιωτάκη από την αρχή, που ο αναγνώστης μπορεί να ακολουθήσει τη δική του πορεία εντός του κειμένου, δε χρειάζεται επιπλέον επεξηγήσεις.
Όπως και δε χρειάζεται συναισθηματικό εκβιασμό για να συγκινηθεί. Η συγκίνηση προκύπτει από αυτά που υπονοούνται, από το νοιάξιμο της γιαγιάς, από την ταπείνωση του παλαίμαχου τερματοφύλακα, από την αγάπη του μικρού Τίγκρε για τα άτομα που τα θεωρεί άγκυρές του. Όλο το βιβλίο σιγοβράζει από την πρώτη στιγμή, με κατά τόπους εκτονώσεις και αποσυμπιέσεις μέσω υποδόριας και εμφανούς δράσης, έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να προκύπτει αβίαστα.
Το βιβλίο, όπως προείπα, είναι τελικά ένα feel good, αισιόδοξο μυθιστόρημα. Ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί, γιατί ο καθένας είχε επιθυμίες κι όνειρα που τα κυνήγησε όπως μπόρεσε, ο καθένας λοξοδρόμησε στην πορεία, ο καθένας επαναπροσδιόρισε τα σχέδιά του. Το κείμενο βγάζει μια αδιόρατη νοσταλγία, ακριβώς γιατί οι περισσότεροι θα έρθουν αντιμέτωποι με τον νεανικό ενθουσιασμό τους, άσχετα αν μετά προσγειώθηκαν απότομα. Και άσχετα με το αν έμεναν στην Αθήνα και όχι σε φαβέλα.
Το σίγουρο όμως είναι πως θα αγγίξει τους έφηβους αναγνώστες που νιώθουν ότι βράζει το αίμα τους. Ή που θα ήθελαν να βράζει. Ο Τίγκρε τρέχει, παίζει ποδόσφαιρο, ερωτεύεται, τρώει χυλόπιτα, διασκεδάζει, θέλει να διασκεδάσει, πνίγεται, αμφιβάλλει, θέλει να ξεφύγει, την παλεύει.
«Ευχαριστώ πολύ τους γονείς μου, επειδή μου χάρισαν το ομορφότερο δώρο, τη φτώχεια» είχε πει ο Ρομπέρτο Μπενίνι όταν έλαβε το Όσκαρ Α΄ αντρικού ρόλου για το «Η ζωή είναι ωραία».
Το Τίγκρε είναι ακριβώς αυτό, ο μετασχηματισμός της φτώχειας σε δώρο. Με κόπο, με βάσανα, με κινδύνους, με απογοητεύσεις.
Αλλά και με χαρές.
Γιατί, τελικά, «η ζωή είναι ωραία».
Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου είναι συγγραφέας.
Login and Registration Form