Κατηγορίες

ΙΞ ή το Ιδανικό Ξεμυάλισμα - Με αφορμή το βιβλίο «ΙΞ, το Ιπτάμενο Ξενοδοχείο» του Δημήτρη Μελικέρτη

ΙΞ ή το Ιδανικό Ξεμυάλισμα - Με αφορμή το βιβλίο «ΙΞ, το Ιπτάμενο Ξενοδοχείο» του Δημήτρη Μελικέρτη

Γράφει ο Φίλιππος Μανδηλαράς

 

Είχα δεν είχα διαβάσει είκοσι με είκοσι πέντε σελίδες από το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Μελικέρτη, όταν στις εικόνες του Σπύρου Γούση άρχισαν να παρεμβάλλονται αποσπάσματα εικόνων από την τρίτη ταινία των Beatles, το περίφημο Magical Mystery Tour, όπου μια παρέα γυρνάει την Αγγλία με ένα βανάκι και δοκιμάζει απρόσμενες εμπειρίες που προκαλούνται από κάποιους μάγους. Κάπως έτσι λοιπόν, αντήχησε ο λόφος στον οποίο είχε μόλις προσγειωθεί το Ιπτάμενο Ξενοδοχείο με ήχους από τα «All You Need Is Love», «Hello Goodbye», «Penny Lane», «Magical Mystery Tour», «Strawberry Field» και βέβαια το «I Am The Walrus», το οποίο μπορείτε να ακούσετε και να δείτε εδώ ως μια εξαίρετη εισαγωγή στην φαντασμαγορία του Δημήτρη Μελικέρτη: https://www.youtube.com/watch?v=f36Pc77UVF8&ab_channel=Starr%27sMusic

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, το Ιπτάμενο Ξενοδοχείο απογειώθηκε από τον λόφο όπου είχε μόλις πριν από λίγο προσγειωθεί, παίρνοντας μαζί του δεκάδες από τους κάτοικους του χωριού οι οποίοι ανυπομονούν να γνωρίσουν όλα τα θαυμαστά που συμβαίνουν στις αίθουσές του (τι να πρωτοθυμηθώ; Τη Χαϊδομηχανή, τα συγκρουόμενα, το δωμάτιο με τα 151.001 μπακακάκια, το σπήλαιο των υπεραθλητικών νυχτερίδων, το τούνελ με τα μαρμανιτάρια, το εστιατορατόριο, το θαλασσυδρείο ή το πάρκο του Δραμαζονίου;).

Θαυμάσια και θαυμαστά μεν όλα όσα βιώνουν με τη βοήθεια της μαγείας οι επισκέπτες του Ιπτάμενου Ξενοδοχείου κατά τη διαμονή τους σε αυτό, πρόσκαιρα δε, καθώς θα σβήσουν από τη μνήμη τους μόλις τελειώσει το ταξίδι, ώστε να μην απομυθοποιηθεί ποτέ το ξενοδοχείο, όπως εξομολογείται στο τέλος της ιστορίας η Φελίσια Φλοπ, ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου μαζί με τον Φέλιξ Φλοπ.

Η Φελίσια κι ο Φέλιξ… Το μαγικό διευθυντικό δίδυμο του ξενοδοχείου, αφοσιωμένο, όπως δείχνει και το κοινό τους όνομα, στο να κάνουν ευτυχισμένους τους άλλους ή, τουλάχιστον, να δημιουργούν την ψευδαίσθηση (Φλοπ – αποκαλυπτικό επώνυμο!) της ευτυχίας μέσω της μαγείας. Με τη διαφορά ότι η μεν Φελίσια έχει ισχυρότατες μαγικές δυνάμεις με τις οποίες μπορεί να διευθύνει το ξενοδοχείο, ενώ ο Φέλιξ μοιάζει περισσότερο φτωχός συγγενής, μάγος της συμφοράς που αρκείται να εντυπωσιάζει με φτηνά τρικ.

Η μαγεία όμως που περιβάλλει και κινεί το ξενοδοχείο, αυτή που ανασαίνει μέσα του, οφείλεται στο ίδιο το οίκημα –στην καρδιά του ξενοδοχείου– που μοιάζει να έχει απεριόριστες μαγικές δυνάμεις και που φροντίζει να τις κατανέμει δίκαια όπου κρίνει ότι χρειάζονται. Όπως και να ’χει πάντως, κανείς δεν εργάζεται εκεί δίχως να κατέχει μια μαγική δύναμη (κι ας μη γνωρίζει ποια είναι αυτή), κανείς δεν εισέρχεται δίχως να ελεγχθεί και κανείς δε βγαίνει έξω δίχως να απολέσει τη μνήμη των λεπτομερειών της παραμονής του εκεί.

Κανείς, εκτός από τη Φορτούν, την κόρη του ξυλοκόπου του χωριού, την οποία συναντάμε στην αρχή της ιστορίας να κοιτάει το τσεκούρι της να κόβει μόνο του τα ξύλα και, όταν ακούει τον μπαμπά της να πλησιάζει, περιλούζεται με νερό για να δείξει πως ιδρώνει στην προσπάθειά της…

Η Φορτούν (Τύχη, αν μεταφράσουμε το όνομά της), που διαθέτει το μαγικό χάρισμα να μετακινεί αντικείμενα με το μυαλό της, βρίσκεται απρόσκλητη στο ξενοδοχείο εξαιτίας μιας σειράς ατυχών συμβάντων (αλλά κανείς δεν ξέρει πού οδηγεί μια σειρά ατυχιών – μήπως τελικά αθροίζονται σε μια μεγάλη τύχη;) στα οποία εμπλέκεται η ξαφνική απόφαση του πατέρα της να τη στείλει στο Ιπτάμενο Ξενοδοχείο με σκοπό να πουλήσει ξύλα, η παρουσία του καλοζωισμένου –πλην αλητάμπουρα– γάτου Κανέλου και της αγαπητικιάς του ολόλευκης γάτας Σμάρως της οικογενείας Ψηλομύτ στην είσοδο του ξενοδοχείου και, κυρίως, ενός άλμπατρος που, πριν αποκτήσει αυτή τη μορφή, ήταν ο Ασίζης, παιδί για όλες τις δουλειές στο ξενοδοχείο, που μεταμορφώθηκε σε πουλί ώστε να αρπάξει τον Κανέλο με την ησυχία του, πράγμα που ποτέ δεν κατάφερε, γιατί τον απέτρεψε η Φορτούν μπαίνοντας, ταυτόχρονα, παρά τη θέλησή της, στο ξενοδοχείο!

Από εκεί και πέρα (κι αφού η ομοιογένεια του μαγικού πλαισίου του Ιπτάμενου Ξενοδοχείου διαρρηγνύεται), ακολουθεί μια απίθανη όσο και φαντασμαγορική σειρά συμπτώσεων, συναντήσεων, γεγονότων για τα οποία δε χρειάζεται να ψάξουμε το αίτιο και το αιτιατό, καθώς παρουσιάζονται μάλλον ως ένας ατελείωτος συνειρμός, αποτέλεσμα της αρχικής πράξης της Φορτούν, η οποία προσπαθεί να αποφύγει τους πάντες που την κυνηγούν μέσα στο ξενοδοχείο, μέχρι που καταλήγει να ομολογήσει  στον συνομήλικό της Ασίζη, το αλλόκοτο παιδί που μπορεί δεν σε σειρά μία βάλει να όταν τις λέξεις μιλάει: «Μ’ αρέσει ο τρόπος που μιλάς».

Και κάπως έτσι γεννιέται μια αγάπη και το νεαρό και απρόβλεπτο ζευγάρι των πρωταγωνιστών αποφασίζει να φύγει από το ξενοδοχείο, δίχως όμως να ξεχάσει το παραμικρό από όσα συμβαίνουν εκεί, γιατί, μεταξύ μας, τι νόημα έχει μια εμπειρία όταν δεν μπορούμε να την ανακαλέσουμε, τι νόημα έχει η αίσθηση της ευτυχίας δίχως τα βιωμένα κομμάτια της, τι νόημα έχουν τα συναισθήματα όταν δε συνδυάζονται με τη γενεσιουργό αιτία τους;

Έτσι, οι δυο ήρωες το σκάνε από τον μακάριο, αλλά τεχνητά ευτυχισμένο κόσμο του ξενοδοχείου, παρέα με τον Κανέλο και τη Σμάρω, τα δυο γατιά, καβάλα σ’ έναν άνεμο που ευχαρίστως τους παρέχει τόσο η καρδιά του ξενοδοχείου, όσο και η ίδια η Φελίσια Φλοπ. Και επιστρέφουν στον αληθινό κόσμο με τον ίδιο τρόπο που επιστρέφει μια Αλίκη από τη Χώρα των Θαυμάτων ή μια Λούσυ από τους Διαμαντένιους Ουρανούς: η ζωή τούς περιμένει να την αντιμετωπίσουν δίχως καμιά μαγική δύναμη πια κι η ευτυχία είναι κάτι που χτίζεται μόνο αν το θελήσουν κι οι δυο τους (ή οι τέσσερίς τους, αν υπολογίσουμε και τα γατιά).

Ο Δημήτρης Μελικέρτης διαχειρίζεται με μεγάλη άνεση το εντυπωσιακά πλούσιο υλικό του φαντασιακού του, δημιουργεί έναν κόσμο φαντασμαγορικό που δεν του ξεφεύγει στο παραμικρό, μιας και φαίνεται να γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια του υλικού του από τη γέννησή του ως τη στιγμή της καταγραφής του, κινείται αθόρυβα και με εξαιρετική λεπτότητα ισορροπώντας στο λεπτό νήμα που χωρίζει το παράδοξο και το παράλογο από το ανόητο, και καταλήγει να δώσει σ’ εμάς, τους αναγνώστες, μια χορταστική μπουκιά από έναν κόσμο που –είμαι σίγουρος– κρύβει πολλές ακόμη ιστορίες.

Είναι ένας συγγραφέας της νέας γενιάς, που, αποδεσμευμένος από την αχλή της λογοτεχνικότητας με τους βαρείς και καλλιεπείς χαρακτηρισμούς, τις εξεζητημένες τεχνικές και τα στιλιζαρισμένα εκφραστικά μέσα, αποφασίζει να πει τις ιστορίες του με ειλικρίνεια, θράσος και τιθασευμένη ορμή, στοιχεία τα οποία εύχομαι ποτέ να μην απολέσει, καθώς είναι από τους ελάχιστους που διαθέτουν αυτό το επιπρόσθετο κάτι που χαρακτηρίζει τους πολύ μεγάλους (Βρετανούς κυρίως) λογοτέχνες που απευθύνονται στα παιδιά: την ειλικρίνεια και τη δημιουργική αφέλεια ενός παιδιού, στην οποία έχει μπολιάσει την πολύ καλή γνώση των εκφραστικών του μέσων.

Προηγούμενο
Επόμενο


Page generated: 29/11/2023 07:03:00